- ένευνος
- ἔνευνος, -ον (Α) [ευνή]1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι2. «ένευνοι τόποι» — τόποι κατάλληλοι για ύπνο (Ησύχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek